τσιμπολόγημα

τσιμπολόγημα
τό
1) выуживание, вытягивание (денег); 2) перен. действие по гл. τσιμπολογώ 2

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "τσιμπολόγημα" в других словарях:

  • τσιμπολόγημα — το, ατος 1. τσίμπημα που επαναλαμβάνεται. 2. μτφ., λήψη λίγης τροφής: Δεν έφαγε πολύ, τσιμπολόγημα έκανε. 3. μτφ., συστηματική και επιτήδεια απόσπαση μικρών χρηματικών ποσών: Με το τσιμπολόγημα απ τον μπάρμπα του έχει πάντα χαρτζιλίκι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσιμπολόγημα — το, Ν [τσιμπολογώ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τσιμπολογώ …   Dictionary of Greek

  • τσίμπημα — το, ατος 1. κέντημα, αγκύλωμα με αιχμηρό αντικείμενο: Τσίμπημα καρφίτσας. 2. δυνατή πίεση του δέρματος, που γίνεται με τα δάχτυλα (με αντίχειρα και δείχτη) και που προκαλεί πόνο, τσιμπιά, τσιμπηματιά: Από τα τσιμπήματα μελάνιασε το μπράτσο της. 3 …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»